- αμαλδύνω
- ἀμαλδύνω (Α)(επική και ιωνική λέξη)1. μαλακώνω, απαλύνω, μετριάζω2. συντρίβω, αφανίζω, καταστρέφω3. θέτω τέρμα σε κάτι4. ταπεινώνω, υποβιβάζω5. σπαταλώ, καταξοδεύω6. παραμελώ, μεταχειρίζομαι άσχημα7. αποκρύπτω, αλλοιώνω, κάνω κάτι αγνώριστο.[ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός ρηματικός τ. που απαντά κυρίως στην ποίηση με μεγάλη ποικιλία χρήσεων. Η λ. είναι γνωστή ήδη από την Ιλιάδα τού Ομήρου, όπου απαντά με τη σημασία «καταστρέφω, εξαλείφω». Ετυμολογικά το ρ. πρέπει να αποτελεί μετονοματικό παράγωγο. Συνήθως ανάγεται σε τ. *ἀμαλδὺς που είναι αντίστοιχος τού αρχ. ινδικού mrdứ- «λεπτός» και τού λατ. mallis «μαλακός, απαλός». Προβλήματα δημιουργεί η προέλευση τού αρκτικού ἀ- τής λ. στην Ελληνική. Είναι πιθανό το ἀ- να αντιπροσωπεύει μόρμυρο φθόγγο (schwa, indogermanicum) τής αρχικής ΙΕ ρ. *mldu-(*meld-) «απαλός, μαλακός» ή να αποτελεί μεταγενέστερη ανάπτυξη στην Ελληνική (προθετικό φωνήεν). Με την ίδια ΙΕ ρ. *mldu- «απαλός, μαλακός» συνδέονται επίσης και οι λέξεις βλαδύς (< *μβλαδύς < μλαδύς) «αδύνατος» και βλαδαρός (< *μβλαδαρός < *μλαδαρός), «μαλακός», όπου το *φωνηεντικό l. τού αρχικού θ. αντιπροσωπεύεται ως -λα-. Η λ. είναι συγγενής επίσης και με τα: ἀμβλύς*, ἀμαλὸς* «μαλακός, αδύνατος», μαλθακός*, μαλακός*, μέλδομαι* «λειώνω».ΠΑΡ. αρχ. ἀμάνδαλος].
Dictionary of Greek. 2013.